Οι μόνες αυτή τη στιγμή βιβλιογραφικά τεκμηριωμένες απόλυτες αντενδείξεις για την τοποθέτηση εμφυτευμάτων αποτελούν οι ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς, οι ασθενείς που υπόκεινται σε ακτινο ή χημειοθεραπεία, όσοι λαμβάνουν διφωσφωνικά φάρμακα ενδοφλεβίως καθώς και οι ασθενείς στους οποίους δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη η ανάπτυξη του οστού των γνάθων (δεν έχουν δηλαδή συμπληρώσει το 18 έτος ηλικίας).
Επίσης σε ψυχιατρικούς ασθενείς όπως και σε ασθενείς οι οποίοι είναι εξαρτημένοι από αλκοόλ και ναρκωτικά δεν συνίσταται η τοποθέτηση
εμφυτευμάτων.
Το φύλο και η ηλικία δε φαίνεται να επηρεάζουν τη θεραπεία με εμφυτεύματα αρκεί να έχει γίνει μια λεπτομερής λήψη του ιατρικού ιστορικού του ασθενής ούτως ώστε να αποκλειστεί κάποιο νόσημα ή φάρμακο που θα περιπλέξει ή θα αποκλείσει την Θεραπεία.
Πέρα όμως από τα παραπάνω υπάρχουν κάποιοι προδιαθεσικοί – επιβαρυντικοί παράγοντες, όπως είναι ο σακχαρώδης διαβήτης, η οστεοπόρωση και το κάπνισμα.
Ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί ένα νόσημα που μπορεί να επηρεάσει την επούλωση των ιστών και να αυξήσει τις πιθανές επιπλοκές των οδοντικών
εμφυτευμάτων. Παρόλα αυτά ο καλά ελεγχόμενος – ρυθμισμένος σακχαρώδης διαβήτης (με τιμές γλυκοζιωμένης αιμοσφαιρίνης <= 7%) δεν αποτελεί αντένδειξη για την τοποθέτηση των εμφυτευμάτων. Ο επεμβαίνων κλινικός θα πρέπει να έρθει σε επικοινωνία με τον θεράποντα ιατρό του ασθενούς και να εντάξει στο σχέδιο θεραπείας του μεγαλύτερους χρόνους επούλωσης – αναμονής.
Παρόμοια είναι τα δεδομένα που ισχύουν και για τους ασθενείς που πάσχουν από οστεοπόρωση. Η οστεοπόρωση ανήκει στα μεταβολικά νοσήματα του
οστού και επηρεάζει τόσο την πυκνότητα όσο και την ποιότητα του οστικού υποβάθρου, χωρίς όμως ν αποτελεί αντένδειξη για την τοποθέτηση εμφυτευμάτων.
Ο κλινικός θα πρέπει να διαθέτει την ανάλογη εμπειρία για να επιλέξει τον κατάλληλο τύπο εμφυτεύματος αλλά και με τους σωστούς διεγχειρητικούς χειρισμούς να δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για την επίτευξη καλής πρωταρχικής σταθερότητας.
Επίσης καλό είναι να επιλέγονται σχέδια θεραπείας με αυξημένο αριθμό εμφυτευμάτων, τοποθετημένα σε στρατηγικές θέσεις και με μεγάλες επουλωτικές περιόδους αναμονής. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται για τους ασθενείς αυτούς οι οποίοι κάνουν λήψη διφωσφωνικών φαρμάκων (όπως fosamax, boniva κλπ) δια του στόματος ή δενοσουμάμπης (prolia) για την αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης.
Υπάρχουν συγκεκριμένες οδηγίες που θα πρέπει ν ακολουθούνται, σχετικά με τη διακοπή ή όχι του φαρμάκου, πάντα σε συνεννόηση με τον θεράποντα ιατρό με σκοπό την αποφυγή ανεπιθύμητων επιπλοκών και οστεονέκρωσης.
Οι επιβλαβείς συνέπειες του καπνίσματος στην υγεία μας είναι γνωστές σε όλους. Μελέτες έχουν δείξει ότι τα προϊόντα καπνού μεταβάλλουν την μικροχλωρίδα του στόματος και επηρεάζουν την επούλωση των ιστών.
Πέρα από την συσχέτιση του καπνίσματος με την εμφάνιση καρκίνου στο στόμα, ιδιαίτερα επιβαρυντικές είναι οι επιπτώσεις του και στις νόσους των ούλων. Το κάπνισμα αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης περιοδοντίτιδας όπως και περιεμφυτευματίτιδας, ενώ ταυτόχρονα επιβαρύνει και την εξέλιξη αυτών.
Τα προβλήματα αυτά γίνονται ακόμη εντονότερα σε βαρείς καπνιστές (πάνω από ένα πακέτο τη μέρα) με τα ποσοστά επιβίωσης των εμφυτευμάτων να παρουσιάζονται σαφώς μικρότερα συγκριτικά με μη καπνιστές.
Παρόλα αυτά, οι ασθενείς αυτοί δεν αποκλείονται από την θεραπεία με εμφυτεύματα αρκεί να είναι πλήρως ενημερωμένοι, να διατηρούν πολύ καλή στοματική υγιεινή και να μπουν σ ένα σύστημα τακτικών επανελέγχων από τον οδοντίατρο.
Η οριστική διακοπή του καπνίσματος θα ήταν προφανέστατα η ιδανικότερη λύση, εντούτοις τελευταίες μελέτες δείχνουν ότι η διακοπή του καπνίσματος μία εβδομάδα πριν την τοποθέτηση των εμφυτευμάτων και για τις επόμενες οχτώ εβδομάδες επούλωσης μπορεί να βοηθήσει αρκετά.